κόρσακις

κόρσακις
κόρσακις,
A = τράγος, Cratin.338, ap.Hsch. (Κορσάτης Salmasius); obscurely expld. by Did. ἀπὸ τῆς κόρσης, Κόρσαι γὰρ τῆς Κιλικίας.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κόρσακις — (Α) τράγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κόρση* και με το κείρω (πρβλ. και νεοελλ. κουράδι «κοπάδι»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”